κλοπή

κλοπή
Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ. αποσκοπεί στην ιδιοποίηση προς όφελος του προσώπου που ενεργεί την αφαίρεση ή προς όφελος τρίτου (παραδείγματος χάριν, για να το δωρίσει).Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης της κ. δεν απαιτείται το πράγμα να έχει οικονομική αξία. Ειδικά ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας (άρθρο 372, παράγραφος 2), χαρακτηρίζει ως κινητό πράγμα και την ενέργεια (ηλεκτρισμού, ατμού κλπ.). Κινητά πράγματα μπορεί να είναι και τα παραρτήματα ακινήτων, καθώς και το ανθρώπινο πτώμα μόνο όταν βρίσκεται στο ανατομείο για επιστημονικούς σκοπούς(σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η αφαίρεση πτώματος είναι περιύβριση νεκρού και όχι κ.). Τα αδέσποτα κινητά, αυτά δηλαδή που δεν βρίσκονται στην κατοχή κάποιου, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενα κ. Ως ποινή προβλέπεται, γενικά, η φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, αν όμως το πράγμα είναι πολύ μεγάλης αξίας, τουλάχιστον δύο ετών. Υπάρχουν ωστόσο και ιδιαίτερες περιπτώσεις κ. για τις οποίες προβλέπεται βαρύτερη ποινή (κάθειρξη έως 10 έτη). Τέτοιες περιπτώσεις συνιστά η κ. πραγμάτων αφιερωμένων στη θρησκευτική λατρεία, αντικειμένων του Δημοσίου, επιστημονικής, καλλιτεχνικής ή ιστορικής σημασίας, πραγμάτων που εξυπηρετούν τις συγκοινωνίες ή πραγμάτων που ανήκουν σε ταξιδιώτη. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η κ. που διαπράττεται από συμμορίες κλεφτών ή ληστών, από επαγγελματίες εγκληματίες ή από συνήθεια, ή από εγκληματία που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος (άρ. 374 Π.Κ.). Ειδική περίπτωση αποτελεί η κ. χρήσεως. Εκείνος που αφαιρεί, παραδείγματος χάριν, ξένο μεταφορικό μέσο, για σύντομη χρήση του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι και ενός έτους, αν η πράξη δεν επισύρει βαρύτερη ποινή, σύμφωνα με άλλη διάταξη.
* * *
η (AM κλοπή) [κλέπτω]
1. αφαίρεση και ιδιοποίηση κινητού πράγματος χωρίς τη συγκατάθεση τού ιδιοκτήτη (α. «θεωρήθηκε αμέσως ύποπτος για την κλοπή τών κοσμημάτων» β. «κλοπή μὲν χρημάτων ἀνελεύθερον, ἁρπαγὴ δὲ ἀναίσχυντον», Πλάτ.
γ. «πολλούς... ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἀπεκτείνατε», Λυσ.)
2. σφετερισμός ή ιδιοποίηση ξένων ιδεών (α. «τόν κατηγορούν για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας» β. «περὶ τῆς τοῡ Σοφοκλέους κλοπῆς πραγματείαν», Πορφ.)
μσν.
απαγωγή για δραπέτευση
αρχ.
1. μυστική ή κρυφή ενέργεια που γίνεται μέ δόλο και απάτη («κλέπτουσα μύθοις ἀθλίους κλοπάς», Ευρ.)
2. αιφνιδιαστική πολεμική επίθεση ή κατάληψη («ἀτὰρ τί ἐγώ περί κλοπῆς συμβάλλομαι;», Ξεν.)
3. φρ. «κλοπῆς γραφή»
(αττ. δίκ.) διαδικασία που κινούνταν εναντίον εκείνου ο οποίος είχε συλληφθεί για κλοπή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλοπή — theft fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπῇ — κλοπῆι , κλοπεύς thief masc dat sg (epic ionic) κλοπή theft fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπή — η η πράξη του κλέβω, κλεψιά, κλέψιμο: Κατηγορείται για κλοπές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλοπαῖς — κλοπή theft fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαῖσι — κλοπή theft fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαί — κλοπή theft fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπᾶν — κλοπή theft fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπήν — κλοπή theft fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπῶν — κλοπή theft fem gen pl κλοπός thief masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”